Ἰάκχου

Ἰάκχου
Ἴακχος
song
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἰάκχου — Ἴακχος song masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιακχιαστής — ἰακχιαστής, ὁ (Α) λάτρης τού Ιάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίακχος, κατά τα μεταρρηματικά σε ιαστής (< ιάζω), πρβλ. εκβ ιαστής < εκβ ιάζω, σχεδ ιαστής < σχεδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

  • Ίπτα — Θεότητα της ορφικής λατρείας, την οποία τιμούσαν κυρίως στη Μικρά Ασία. Είχε συγγένεια με την Κυβέλη, γι’ αυτό τη λάτρευαν ως μητέρα Γη, ως βασίλισσα της Φρυγίας και της Λυδίας, ως συμμέτοχο των μυστηρίων του Ίακχου, ακόμα και ως τροφό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”